ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το καλοκαίρι-φθινόπωρο του 2010 εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα επιδημία λοίμωξης
από τον ιό του Δυτικού Νείλου στην περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας. Από τις αρχές Αυγούστου
μέχρι το Νοέμβριο του 2010, διαγνώστηκαν συνολικά 262 περιστατικά, από τα οποία 191 ήταν
κρούσματα με εκδηλώσεις από το κεντρικό νευρικό σύστημα και 71 κρούσματα με ήπιες
εκδηλώσεις. Σημειώθηκαν συνολικά 35 θάνατοι, όλοι σε υπερήλικα άτομα με υποκείμενα νοσήματα.
Έκτοτε, καταγράφονται ετησίως -κάθε καλοκαίρι και φθινόπωρο- κρούσματα της λοίμωξης από τον
ιό του Δυτικού Νείλου στην Ελλάδα, σε ανθρώπους και ζώα. Ειδικότερα, το 2011 και το 2012
διαγνώστηκαν συνολικά 100 και 161 κρούσματα λοίμωξης από τον ιό του Δυτικού Νείλου
αντίστοιχα. Τα δύο επόμενα χρόνια παρουσιάστηκε μείωση του αριθμού των κρουσμάτων με 86 και
15 κρούσματα το 2013 και το 2014 αντίστοιχα.
Η κυκλοφορία του ιού για πέμπτη συνεχόμενη χρονιά υποδηλώνει την εγκατάστασή του στην Ελλάδα
και αναμένεται η κυκλοφορία του να συνεχιστεί και στο τρέχον και στα επόμενα έτη, τόσο στις ίδιες περιοχές,
όσο και σε περιοχές που δεν είχαν προσβληθεί κατά τα προηγούμενα έτη. Όλες οι περιοχές που εμφανίστηκαν τα κρούσματα
χαρακτηρίζονται από την παρουσία σημαντικών υγροτόπων. Οι υγρότοποι αποτελούν σταθμό
αποδημητικών πτηνών κατά τη μετανάστευση τους από περιοχές της Υποσαχάριας Αφρικής, όπου
διαχειμάζουν, προς την Ευρώπη, και αντίστροφα. Τα πτηνά θεωρούνται δεξαμενή του ιού στη φύση
παρουσιάζοντας σε περίπτωση μόλυνσής τους ιαιμία, ικανή να επιτρέψει τη μετάδοση του ιού σε
ορνιθοφιλικά κουνούπια και την έναρξη ενός κύκλου μετάδοσης (πτηνά- κουνούπια- πτηνά), ο
οποίος μπορεί να συμπεριλάβει τον άνθρωπο και άλλα θηλαστικά ως τελικούς ξενιστές. Ο ρόλος των
αποδημητικών πτηνών παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσον αφορά τη διασπορά του ιού σε
μακρινές περιοχές κατά τις μεταναστεύσεις τους, ενώ ενδημικά είδη μπορούν να διαδραματίσουν
σημαντικό ρόλο όσον αφορά τη διατήρηση του ιού τοπικά, τη διασπορά του σε γειτονικές περιοχές
και την πιθανή επανεμφάνιση μιας έξαρσης της νόσου, ιδιαίτερα σε χώρες με ήπιο χειμώνα και
μεγάλη αύξηση των κουνουπιών κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον
παρουσιάζουν είδη κορακοειδών, όπως οι καρακάξες και οι κουρούνες, τα οποία χαρακτηρίζονται
από κοινωνικότητα, σχηματίζοντας μεγάλα σμήνη εποχιακά και με παράλληλη παρουσία τόσο σε
υγροτόπους, αγροτικά οικοσυστήματα όσο και σε περιαστικές και αστικές περιοχές.. Η διαρκής
επιτήρηση και διερεύνηση της επιδημιολογίας του νοσήματος κρίνεται επιτακτική δεδομένης της
εγκατάστασης της νόσου στην Ελλάδα, της γνώσης του δυναμικού εξάπλωσης του ιού και της
περίπλοκης επιδημιολογικής αλυσίδας στην οποία εμπλέκεται ο ιός.
Η Λεϊσμανίαση του ανθρώπου ήταν μια γνωστή νόσος στην Ελλάδα πριν από την πρώτη περιγραφή
του πρωτόζωου το 1903. Η Ελλάδα είναι μια ενδημική χώρα για τη νόσο. Η μέση ετήσια επίπτωση
των περιστατικών Λεϊσμανίασης που έχουν δηλωθεί στην Ελλάδα για το διάστημα από το 1998 μέχρι
το 2011, είναι 0,36 ανά 100.000 πληθυσμού. Η επίπτωση των δηλωμένων περιστατικών παρουσίαζε
διακύμανση κατά την περίοδο αυτή με γενική μείωση μετά το 2007 ενώ παρατηρήθηκε μικρή
αύξηση το 2011. Ειδικότερα, το 2010-2015 αναφέρθηκαν συνολικά 25 περιστατικά Λεϊσμανίασης σε
ανθρώπους στην Περιφέρεια Πελοποννήσου. Η πλειονότητα των περιστατικών αναφέρθηκε στην
Περιφερειακή Ενότητα Λακωνίας (ν=8) και στις Περιφερειακές Ενότητες Μεσσηνίας (ν=5) και
Αρκαδίας (ν=5).
Βασικός στόχος του παρόντος έργου είναι η παρακολούθηση των επιπέδων κυκλοφορίας των εν
λόγω μολυσματικών παραγόντων και η διερεύνηση της επίδρασης των περιβαλλοντικών –
υδρολογικών παραμέτρων στις εστίες αναπαραγωγής των εντόμων διαβιβαστών στην περιοχή
μελέτης για την προάσπιση, διαφύλαξη και περιφρούρηση της Δημόσιας Υγείας.
Εδώ μπορείτε να βρείτε ολόκληρη την τελική έκθεση:
ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΔΡΑΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 2016